- κοσκίνων
- κόσκινονsieveneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοσκινοποιείο — το [κοσκινοποιός] εργαστήριο κατασκευής κόσκινων, κοσκινάδικο … Dictionary of Greek
συρματόπλεγμα — Εμπόδιο εδάφους από λείο ή αγκαθωτό σύρμα. Χρησιμοποιείται για την αναχαίτιση του εχθρικού πεζικού. Τα πρώτα σ. εμφανίστηκαν στο δεύτερο μισό του 19ου αι. και ήταν συρμάτινα δίχτυα. Αγκαθωτό σύρμα χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στον πόλεμο των… … Dictionary of Greek
τούλι — το, Ν ελαφρό και διάφανο βαμβακερό ή μεταξωτό ύφασμα που χρησιμοποιείται στη μοδιστρική, στη βιομηχανία έτοιμων ενδυμάτων και στην κατασκευή μεταξωτών, συνήθως, κοσκίνων τής αλευροποιίας λόγω τής ιδιότητάς του να διατηρεί κανονικότατα διαστήματα… … Dictionary of Greek
Δυστίων, δήμος — Νέος δήμος (5.579 κάτ.) του νομού Ευβοίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αργυρού, Βέλους, Δύστου, Ζαράκων, Κοσκίνων, Κριεζών, Λεπούρων και Πετριών, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε … Dictionary of Greek